προχειρολογία

προχειρολογία
η
1. το να μιλάει κανείς πρόχειρα.
2. ομιλία χωρίς προετοιμασία: Ο λόγος ήταν απαράδεχτη προχειρολογία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προχειρολογία — η, Ν [προχειρολόγος] 1. η ενέργεια τού προχειρολογώ 2. πρόχειρος, απερίσκεπτος λόγος, προφορικός ή γραπτός …   Dictionary of Greek

  • -λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με …   Dictionary of Greek

  • ετοιμολογία — η (ΑΜ ἑτοιμολογία) [ετοιμόλογος] η ετοιμότητα στον λόγο, το να απαντά κάποιος με άνεση και ευχέρεια, τό να δίνει εύκολα απαντήσεις («πολλοὺς δυνάμενος ἀπατᾱν τῇ τοῡ λόγου... ἑτοιμολογίᾳ», Επιφάν.) νεοελλ. 1. η προχειρολογία 2. η πνευματική… …   Dictionary of Greek

  • προχειρολόγημα — το, ατος βλ. προχειρολογία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”